compatible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός compatible
συγκριτικός more compatible
υπερθετικός most compatible

Επίθετο

[επεξεργασία]

compatible (en)

  1. (λογισμικό, υλικό υπολογιστή) συμβατός, το λογισμικό (software), το υλικό (hardware) ή γενικότερα το περιβάλλον (environment), με το οποίο κάποιο κάποιο λογισμικό μπορεί να λειτουργήσει αρμονικά
    Windows 11 is compatible with my computer.
    Τα Windows 11 είναι συμβατά με τον υπολογιστή μου.
  2. (βάσεις δεδομένων, στο σχεσιακό μοντέλο, στη σχεσιακή άλγεβρα) συμβατές σχέσεις
  3. συμβατός, που μπορεί να υπάρχει ή να χρησιμοποιείται μαζί χωρίς να προκαλεί προβλήματα
    development compatible with the protection of the environment - ανάπτυξη συμβατή με την προστασία του περιβάλλοντος
  4. ταιριαστός
    a compatible couple - ταιριαστό ζευγάρι

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
compatible < λατινική compatibilis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃.pa.tibl/

Επίθετο

[επεξεργασία]

compatible (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]