compilation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
compilation | compilations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
compilation (en)
- συλλογή, συγκέντρωση, απάνθισμα, συμπίλημα
- (πληροφορική-μεταγλώττιση) η μεταγλώττιση
- δείτε επίσης: Compiler στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- compilation στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
compilation | compilations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
compilation (fr) θηλυκό
- το συμπίλημα