compulsory

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός compulsory
συγκριτικός more compulsory
υπερθετικός most compulsory

Επίθετο

[επεξεργασία]

compulsory (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]