imperative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός imperative
συγκριτικός more imperative
υπερθετικός most imperative

imperative (en)

  • επιτακτικός, επιβεβλημένος
    an imperative need - μια επιτακτική ανάγκη
    an imperative action - μια επιβεβλημένη ενέργεια
    It is imperative that you concern yourself with civic issues.
    Επιβάλλεται να ασχολείσαι με τα κοινά ζητήματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη compulsory

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

imperative (en)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]