confiscation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

confiscation (en)

  • η κατάσχεση ιδιωτικής περιουσίας από το δημόσιο χωρίς αποζημίωση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

confiscation < λατινική confiscatio < fiscus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɔ̃.fi.ska.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
confiscation confiscations

confiscation (fr) θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]