coupé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: coupe

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
coupé < γαλλική coupé

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coupé (en)

  1. κουπέ, τύπος αυτοκινήτου συνήθως διθέσιο σπορ



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

coupé < couper

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coupé coupés

coupé (fr) αρσενικό

  1. το πίσω τμήμα άμαξας που τραβιόταν από άλογα
  2. το κλειστό αυτοκίνητο με τέσσερις τροχούς και συνήθως δύο πόρτες
  3. (παρωχημένο) το βήμα ενός χορού, όπου ο χορευτής στηρίζεται σε ένα πόδι και περνάει το άλλο μπροστά ή πίσω

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό coupé coupés
θηλυκό coupée coupées

coupé (fr)

  1. κομμένος, τετμημένος, αποκομμένος
  2. χωρισμένος, διαιρεμένος, ξεκομμένος
  3. αναμεμειγμένος με κάποιο άλλο υγρό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
coupé < γαλλική coupé

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coupé (it)

  1. κουπέ , τύπος αυτοκινήτου συνήθως διθέσιο σπορ.