courageous

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός courageous
συγκριτικός more courageous
υπερθετικός most courageous

Επίθετο

[επεξεργασία]

courageous (en)

  • θαρραλέος
    a courageous solider/warrior - θαρραλέος στρατιώτης/πολεμιστής
    a courageous act/answer - θαρραλέα πράξη/απάντηση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη brave

Σύνθετα

[επεξεργασία]