courageously
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | courageously |
συγκριτικός | more courageously |
υπερθετικός | most courageously |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- courageously < courageous + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]courageously (en)