cul
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cul | culs |
- το κάτω μέρος από κάτι, ο πάτος
- ↪ le cul de la bouteille - ο πάτος του μπουκαλιού
- ο κώλος, τα οπίσθια, ο πισινός, ο ποπός, το πίσω μέρος από κάτι
- ↪ il a un gros cul - έχει χοντρό πισινό
- ↪ cette voiture a un gros cul - αυτό το αυτοκίνητο έχει μεγάλο κώλο
- το σεξ
- ↪ un film de cul - ένα φιλμ πορνό
Επίθετο
[επεξεργασία]cul (fr) άκλιτο
- είδος βρισιάς
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- faux cul: υποκριτής
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- cul - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- cul - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online