décomposition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: decomposition
      ενικός         πληθυντικός  
décomposition décompositions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

décomposition (fr) θηλυκό

  1. (βιολογία) η αποσύνθεση (ενός οργανικού υλικού), η σήψη
  2. (χημεία), (μαθηματικά) η διάσπαση ενός συνόλου στα συστατικά του

Συγγενικά

[επεξεργασία]