decomposition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]decomposition (en)
- η αποσύνθεση (ενός οργανικού υλικού)
- (χημεία) η διάσπαση ενός συνόλου στα συστατικά του
- (πληροφορική) αποσύνθεση (μηχανογραφικής εφαρμογής)
- δείτε επίσης: Decomposition (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- decomposition (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια