dégradation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.ɡʁa.da.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dégradation dégradations

dégradation (fr) θηλυκό

  1. η υποβάθμιση, η φθορά
  2. (για τον καιρό) η επιδείνωση