decide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: deicide
ενεστώτας decide
γ΄ ενικό ενεστώτα decides
αόριστος decided
παθητική μετοχή decided
ενεργητική μετοχή deciding

decide (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]



decide (ro)