decide upon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας decide upon
γ΄ ενικό ενεστώτα decides upon
αόριστος decided upon
παθητική μετοχή decided upon
ενεργητική μετοχή deciding upon

Ετυμολογία [επεξεργασία]

decide upon < → δείτε τις λέξεις decide και upon

Ρήμα[επεξεργασία]

decide upon (en)

  • ορίζω, αποφασίζω πάνω, διαλέγω κάτι από μια σειρά από δυνατότητες
    We must decide upon the time and course of action.
    Πρέπει να ορίσουμε τον χρόνο και τρόπο ενέργειας.
    We have to decide upon how the workflow model we have envisaged is implemented in our version control system.
    Πρέπει να αποφασίσουμε πάνω στο πώς το μοντέλο ροής εργασίας που έχουμε οραματιστεί εφαρμόζεται στο σύστημα ελέγχου έκδοσης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη determine

Πηγές[επεξεργασία]