dingo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. dingo < (άμεσο δάνειο) αγγλική dingo, από μια γλώσσα της Αυστραλίας
  2. dingo < dingue

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dingo dingos

dingo (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dingo dingos

dingo (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dingo dingos

dingo (fr) αρσενικό ή θηλυκό