disputer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dis.py.te/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

disputer (en)

  1. ένας από αυτούς που διαπληκτίζονται ή γενικά συζητούν, φιλονικών ή συζητητής



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dis.py.te/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

disputer (fr)

  1. μαλώνω κάποιον
    elle l'a disputé parce qu'il était en retard - τον μάλωσε γιατί άργησε
  2. διεκδικώ
    ils se sont disputé la première place - διεκδίκησαν την πρώτη θέση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]