disputer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
disputer (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
disputer (fr)
- μαλώνω κάποιον
- elle l'a disputé parce qu'il était en retard - τον μάλωσε γιατί άργησε
- διεκδικώ
- ils se sont disputé la première place - διεκδίκησαν την πρώτη θέση