doom
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
doom (en)
- αίσθηση επερχόμενου κινδύνου
- ο θάνατος, η μοίρα
- ζωγραφική απεικόνιση της Δευτέρας Παρουσίας
Ρήμα[επεξεργασία]
doom (en)
- καταδικάζω σε τρομερή μοίρα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (πληροφορική) pyramid of doom