expensively
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | expensively |
συγκριτικός | more expensively |
υπερθετικός | most expensively |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
expensively (en)
- ακριβά
- ↪ He/she dresses expensively.
- Ντύνεται ακριβά.
- ↪ He/she dresses expensively.
Πηγές[επεξεργασία]
- expensively - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 27. ISBN 9780194325684., λήμμα: ακριβός