expensive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός expensive
συγκριτικός more expensive
υπερθετικός most expensive

Επίθετο

[επεξεργασία]

expensive (en)

  • ακριβός, η ακρίβεια, που κοστίζει πολύ
    expensive clothes/tastes - ακριβά ρούχα/γούστα
    It is too expensive, I can’t afford it.
    Είναι πολύ ακριβό, δεν το σηκώνει η τσέπη μου.
    It is terribly expensive in London.
    Είναι τρομερή η ακρίβεια στο Λονδίνο.
     συνώνυμα: steep

Σύνθετα

[επεξεργασία]