figurine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
figurine figurines

figurine (fr) θηλυκό

  1. το φιγουρίνι
  2. το αγαλματάκι
  3. το ειδώλιο