flingue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
flingue < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
flingue flingues

flingue (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) το τουφέκι
  2. (κατ’ επέκταση) το πυροβόλο
     συνώνυμα: pétard

Συγγενικά

[επεξεργασία]