flood

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
flood floods

flood (en)

ενεστώτας flood
γ΄ ενικό ενεστώτα floods
αόριστος flooded
παθητική μετοχή flooded
ενεργητική μετοχή flooding

flood (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) πλημμυρίζω, γεμίζω, καλύπτομαι με νερό
    They forgot the running faucet and flooded the apartment.
    Ξέχασαν ανοιχτή τη βρύση και πλημμύρισε το διαμέρισμα.
     συνώνυμα:  deluge, inundate και swamp
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) πλημμυρίζω, γεμίζω με νερό που ξεχειλίζει από τη φυσική κοίτη του
    Every winter the river floods from the rains.
    Κάθε χειμώνα το ποτάμι πλημμυρίζει από τις βροχές.
    There’s a risk of coastal cities flooding from melting ice.
    Υπάρχει κίνδυνος να πλημμυρίσουν οι παραθαλάσσιες πόλεις από την τήξη των πάγων.
  3. (αμετάβατο) πλημμυρίζω, εισρέω, φτάνουν κάπου σε μεγάλους αριθμούς
    The gathered crowd flooded into the square.
    Πλημμύρισε η πλατεία από το συγκεντρωμένο πλήθος.
    The crowds flooded onto the fields.
    Τα πλήθη εισέρρεαν στα γήπεδα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flow
  4. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) πλημμυρίζω, κατακλύζω, στέλνω κάτι κάπου σε μεγάλους αριθμούς
    We were flooded with orders.
    Πλημμυρίσαμε με παραγγελίες./Κατακλυστήκαμε από παραγγελιές.
    The streets were flooded by cars.
    Πλημμύρισαν οι δρόμοι από αυτοκίνητα.
    We were flooded with letters of complaint.
    Κατακλυστήκαμε από γράμματα παραπόνων.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη swamp
  5. (μεταβατικό) πλημμυρίζω, γίνομαι ή κάνω κάτι να γίνει διαθέσιμο σε ένα μέρος σε μεγάλους αριθμούς
    The market was flooded with TVs and videos.
    Πλημμύρισε η αγορά από/με τηλεοράσεις και βίντεο.
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) πλημμυρίζω, για ένα συναίσθημα ή μια σκέψη που επηρεάζει κάποιον ξαφνικά και έντονα
    flooded with happy feelings - πλημμυρισμένος από ευχάριστα συναισθήματα
    My chest is flooding with joy/with anger/with rage.
    Το στήθος μου πλημμυρίζει από χαρά/από θυμό/από οργή.
  7. (μεταβατικό και αμετάβατο) πλημμυρίζω, απλώνομαι ξαφνικά μέσα σε κάτι· καλύπτω κάτι
    Light flooded the room.
    Το δωμάτιο πλημμύρισε (στο) φως.