foret

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: forêt

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
foret forets

foret (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]