gendarmerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gendarmerie < gendarme

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gendarmerie gendarmeries

gendarmerie (fr) θηλυκό

  1. η γαλλική χωροφυλακή
  2. (κατ’ επέκταση) στρατώνας της χωροφυλακής