give out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | give out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gives out |
αόριστος | gave out |
παθητική μετοχή | given out |
ενεργητική μετοχή | giving out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
give out (en)
- μοιράζω, δίνω κάτι σε πολύ κόσμο
- ↪ Whenever you give out sweets, you always miss me.
- Όταν μοιράζεις γλυκά πάντα με παραλείπεις.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη distribute
- ↪ Whenever you give out sweets, you always miss me.
- ανακοινώνω, δημοσιεύω
- διανέμω
- εξαντλούμαι
- αποτυγχάνω