go for it
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | go for it |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes for it |
αόριστος | went for it |
παθητική μετοχή | gone for it |
ενεργητική μετοχή | going for it |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
go for it (en)
- (go for, ως προστακτική: λαϊκότροπο, ιδιωματισμός)
- (ως προστακτική: λαϊκότροπο, ιδιωματισμός) να δώσει άδεια
- ξεκινώ, πάω προς τα εμπρός
Πηγές[επεξεργασία]
- Longman Dictionary of Contemporary English [Λεξικό Longman της σύγχρονης αγγλικής], Έσσεξ: Pearson Education, 6η έκδοση, 2014 (1η έκδοση 1978). ISBN 978-1-4479-5420-0.