pursue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας pursue
γ΄ ενικό ενεστώτα pursues
αόριστος pursued
παθητική μετοχή pursued
ενεργητική μετοχή pursuing

Ρήμα[επεξεργασία]

pursue (en)

  1. επιδιώκω, κυνηγώ
  2. ασχολούμαι με γνωστικό τομέα, μελετώ

Συνώνυμα[επεξεργασία]