gymnase

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
gymnase gymnases

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gymnase (fr) αρσενικό

  1. το γυμναστήριο
  2. (ιδιωματικό) (Ελβετία) το λύκειο (δευτεροβάθμια σχολή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]