haç çıkarmak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
haç çıkarmak < haç (σταυρός) + çıkarmak (αποκαλύπτω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /hɑt͡ʃ t͡ʃɯ.kɑɾ.ˈmɑk/

haç çıkarmak (tr)