halle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
halle < (άμεσο δάνειο) γερμανική Halle (ίδια έννοια)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /al/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

halle (fr) θηλυκό

  1. υπόστεγο, συνήθως κλειστό και καλυμμένο, που χρησιμεύει για την αποθήκευση και την πώληση χρήσιμων αντικειμένων, σε μεγάλες ποσότητες, συχνά για τον εφοδιασμό των καταστημάτων
     συνώνυμα: marché
  2. (τεχνολογία) εργαστήρι όπου λιώνουν γυαλί
  3. (μεταφορικά) Langage des halles. Λέγεται για κάθε χυδαίο, αγενές, άσεμνο λεξιλόγιο

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]