have a good time
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]have a good time (en)
- (ιδιωματισμός) περνάω κάλα
- ↪ The guests at the party had a good time.
- Οι καλεσμένοι στο γλέντι πέρασαν κάλα.
- ↪ The guests at the party had a good time.