imprenable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
imprenable | imprenables |
Επίθετο
[επεξεργασία]imprenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- απόρθητος
- (μεταφορικά) καταπληκτικός, φανταστικός, πανέμορφος
- une vue imprenable - μια καταπληκτική θέα