imprint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
imprint imprints

imprint (en)

ενεστώτας imprint
γ΄ ενικό ενεστώτα imprints
αόριστος imprinted
παθητική μετοχή imprinted
ενεργητική μετοχή imprinting

imprint (en)

  1. αποτυπώνω, εντυπώνω, έχω μεγάλη επίδραση σε κάτι ώστε να μην μπορεί να ξεχαστεί, να αλλάξει κτλ.
    Those events were indelibly imprinted in my memory.
    Αυτά τα γεγονότα αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
    This memory has imprinted itself in my mind.
    Αυτή η ανάμνηση έχει εντυπωθεί στο μυαλό μου.
  2. αποτυπώνω, πιέζω ένα σημάδι ή σχέδιο σε μια επιφάνεια
    The tracks from the wheels were imprinted on the soft snow.
    Τα ίχνη των των τροχών αποτυπώθηκαν πάνω στο μαλακό χιόνι.

Συγγενικά

[επεξεργασία]