inaction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

inaction (en)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
inaction < in- + action

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
inaction inactions

inaction (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]