incumbent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

incumbent (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

incumbent (en)

  1. ο κάτοχος (μιας θέσης στη δημόσια διοίκηση)
  2. ο επωφελούμενος από κάτι

Συγγενικά

[επεξεργασία]