inspire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας inspire
γ΄ ενικό ενεστώτα inspires
αόριστος inspired
παθητική μετοχή inspired
ενεργητική μετοχή inspiring

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪnˈspaɪər/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ɪnˈspaɪr/ (ΗΠΑ)
τυπογραφικός συλλαβισμός: in‐spire

inspire (en)

  1. (μεταβατικό) εμπνέω, προκαλώ αίσθημα πλήρωσης ή ευφρόσυνης διάθεσης
    I inspire someone with hope/courage/respect.
    Εμπνέω ελπίδα/θάρρος/σεβασμό σε κάποιον.
    I inspire confidence in someone.
    Εμπνέω εμπιστοσύνη σε κάποιον.
  2. (μεταβατικό) εμπνέω, προκαλώ έμπνευση
    The view inspired me to write a poem.
    Η θέα μου ενέπνευσε ένα ποίημα.
    He was inspired by the French Revolution.
    Εμπνεύστηκε από τη γαλλική επανάσταση.
  3. εμπνέω, κινώ, ωθώ, παρακινώ κάποιον σε ορισμένο συναίσθημα ή πράξη
    That man inspires horror within me.
    Ο άνθρωπος αυτός μου εμπνέει φρίκη.
    What inspired him to tell such a lie?
    Τι τον κίνησε να πει τέτοιο ψέμα;
    It is his ambition which inspires him.
    Εκείνο που τον ωθεί είναι η φιλοδοξία του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate

Συγγενικά

[επεξεργασία]