inspirer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
inspirer inspirers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
inspirer < inspire + -er

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪnˈspaɪə.rər/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ɪnˈspaɪr.ɚ/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

inspirer (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

inspirer (fr)

  1. εισπνέω
  2. εμπνέω

Συγγενικά

[επεξεργασία]