instant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

instant (en)

  1. ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, στιγμή
  2. μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή
  3. στιγμιαίο ρόφημα

Επίθετο

[επεξεργασία]

instant (en)

  1. άμεσος, προσεχής
  2. άμεσος, επείγων
  3. άμεσος, που εμφανίζεται αμέσως, παρών
  4. στιγμιαίος, που κρατάει μια στιγμή
  5. στιγμιαίος, που παρασκευάζεται πολύ γρήγορα
  6. τρέχων (για μήνες)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό instant instants
θηλυκό instante instantes

instant (fr)

  1. επίμονος
    sollicitation/prière instante - επίμονη παράκληση
    → δείτε τη λέξη pressant
  2. επείγων
    le besoin est instant - η ανάγκη είναι επείγουσα
    → δείτε τη λέξη urgent
  3. επικείμενος
    le péril est instant - ο κίνδυνος είναι επικείμενος
    → δείτε τη λέξη imminent

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

instant (fr) αρσενικό

un instant, s'il-vous-plaît ! - μια στιγμή, παρακαλώ!
  1. → δείτε τις λέξεις moment, minute και seconde

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]

instant (ro)

  1. στιγμιαίος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

instant (ro)

  1. στιγμιαία, στη στιγμή