interdit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛʁ.di/

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό interdit interdits
θηλυκό interdite interdites

interdit (fr) αρσενικό

  1. απαγορευμένος
     συνώνυμα: prohibé, tabou
  2. έκπληκτος
     συνώνυμα: déconcerté, ébahi, interloqué, pantois, stupéfait

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
interdit interdits

interdit (fr) αρσενικό