prohibé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό prohibé prohibés
θηλυκό prohibée prohibées

Επίθετο

[επεξεργασία]

prohibé (fr)

Μετοχή

[επεξεργασία]

prohibé (fr)