inventory
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]inventory (en)
- απογράφημα (τεύχος), τα πρακτικά απογραφής, κατάλογος
- απογραφή, καταγραφή των διαθέσιμων εμπορευμάτων, αγαθών, ειδών κλπ
Ρήμα
[επεξεργασία]inventory (en)
- απογράφω τα διαθέσιμα εμπορεύματα σε κατάστημα ή επιχείρηση