investissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
investissement investissements

investissement (fr) αρσενικό

  1. (οικονομία) η επένδυση
  2. η περικύκλωση
  3. η προσήλωση, η αφοσίωση

Συγγενικά[επεξεργασία]