lock

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lock locks

lock (en)

  1. η κλειδαριά
    The key was jammed in the lock.
    Το κλειδί κόλλησε στην κλειδαριά.
  2. ανισοϋψής δεξαμενή διώρυγας
  3. μπούκλα
  4. αεροστεγής θάλαμος
     συνώνυμα: airlock
ενεστώτας lock
γ΄ ενικό ενεστώτα locks
αόριστος locked
παθητική μετοχή locked
ενεργητική μετοχή locking

lock (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μπλοκάρω τροχούς ή φρένα, κάνω κάτι σταθερό σε μια θέση και δεν μπορεί να κινηθεί
    Don’t brake the wheels suddenly, because they will lock.
    Μη φρενάρεις απότομα τους τροχούς, γιατί μπλοκάρουν.
    The brakes locked.
    Τα φρένα μπλοκάρανε.
  2. κλειδώνω
  3. (ανεπίσημο) ακινητοποιώ
  4. (μεταφορικά) ενώνω, δένω, κουμπώνω, γαντζώνω, μαγκώνω

Παράγωγα

[επεξεργασία]