lot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Lot, a lot

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lɒt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lot (en)

  1. μεγάλο πλήθος, μεγάλη ποσότητα
    I have a lot of money - λείπει η μετάφραση
    there were lots of people
  2. ένα πλήθος από αντικείμενα ή ανθρώπους που θεωρούνται συλλογικά ως μια ενότητα
  3. ένα αντικείμενο ή μια ομάδα αντικειμένων που προσφέρεται προς πώληση (πχ σε δημοπρασία) ως μια ενότητα
    his belongings are to be auctioned off in 3 lots - λείπει η μετάφραση
  4. κομμάτι γης, που προορίζεται για ένα συγκεκριμένο σκοπό, οικόπεδο
  5. το κινηματογραφικό στούντιο
  6. κλήρος
    1. η τύχη, η μοίρα, ο κλήρος ενός ανθρώπου στη ζωή
    2. ο κλήρος, οποιοδήποτε αντικείμενο χρησιμοποιείται σε μια κλήρωση
      we drew lots - τραβήξαμε κλήρο
      we cast lots and he was chosen - ρίξαμε κλήρο και βγήκε αυτός
    3. η κλήρωση
      he was chosen by lot - λείπει η μετάφραση
    4. το βραβείο σε μια λοταρία

lot (en)

  1. διαμοιράζω κάτι, διαιρώ κάτι σε μερίδια
  2. χωρίζω μια έκταση γης σε οικόπεδα
  3. κληρώνω



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lot < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lot lots

lot (fr) αρσενικό

  1. ένα μέρος ενός συνόλου που μοιράζεται μεταξύ πολλών ανθρώπων
     συνώνυμα: part, portion
    1. (στον Καναδά, στο παρελθόν) ένα μέρος ενός καντονίου που δίνεται προσωρινά από το Κράτος σε έναν ιδιώτη ώστε αυτός να το ξεχερσώσει
    2. (λανθασμένη χρήση) ένα κομμάτι γης
  2. ένα σύνολο προϊόντων ή εμπορευμάτων που δίνονται ή πωλούνται ταυτόχρονα
     συνώνυμα: assortiment, stock
  3. (κατ’ επέκταση) ένα σύνολο ανθρώπων, σχετικά ομογενές, που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά
  4. μία ποσότητα ενός προϊόντος του πετρελαίου που στέλνεται ξεχωριστά από το υπόλοιπο μέσα σε έναν αγωγό
  5. κομμάτι γης, που προορίζεται για ένα συγκεκριμένο σκοπό, οικόπεδο, τεμάχιο
  6. ο κλήρος, οποιοδήποτε αντικείμενο χρησιμοποιείται σε μια κλήρωση
  7. η τύχη, η μοίρα, ο κλήρος ενός ανθρώπου στη ζωή
     συνώνυμα: apanage, destin, sort

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lɔt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lot (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]