loufoque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
loufoque loufoques

Επίθετο

[επεξεργασία]

loufoque (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]