młodość

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική młodość młodości
γενική młodości młodości
δοτική młodości młodościom
αιτιατική młodość młodości
οργανική młodością młodościami
τοπική młodości młodościach
κλητική młodości młodości

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
młodość < młody

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

młodość (pl) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]