macaron

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.ka.ʁɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
macaron macarons

macaron (fr) αρσενικό

  1. κονκάρδα
  2. γαλλικό στρόγγυλο γλυκό που περιέχει κυρίως αμύγδαλα και ζάχαρη