merchant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

merchant (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) εμπορικός, που συνδέεται με τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων
    Greece has a very large merchant navy.
    Η Ελλάδα έχει πολύ μεγάλο εμπορικό στόλο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
merchant merchants

merchant (en)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]