merchantman
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]merchantman (en) (πληθυντικός merchantmen)
- εμπορικό πλοίο
merchantman (en) (πληθυντικός merchantmen)