merchantman

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
merchantman < merchant + -man

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

merchantman (en) (πληθυντικός merchantmen)

  • εμπορικό πλοίο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]