mince

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mɪns/

Ρήμα[επεξεργασία]

mince (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mince minces

mince (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. λεπτός
     συνώνυμα: fin
     αντώνυμα: épais
  2. λιγνός, λιανός
     συνώνυμα: maigre
     αντώνυμα: fort, gros
  3. (μεταφορικά) ασήμαντος
     συνώνυμα: insignifiant, négligeable
  4. (μεταφορικά) μικρός
     συνώνυμα: petit

Επιφώνημα[επεξεργασία]

mince (fr)

  • επιφώνημα έκπληξης (συχνά χρησιμοποιείται ευφημιστικά στη θέση του χυδαίου merde)

Συγγενικά[επεξεργασία]



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mince (cs)